Συνολικά οι επιδοτήσεις σε φυσικό αέριο και ρεύμα εκτιμάται ότι θα αγγίξουν τα 14 δισ. ευρώ για το σύνολο του 2022, με το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτά να προέρχονται από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, τη στιγμή που οι τιμές του φυσικού αερίου εκτιμάται πως θα παραμείνουν ψηλά και το 2023.
Το χειρότερο είναι ότι τα μέτρα αυτά δεν καλύπτουν καν όλες τις ανάγκες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Το φυσικό αέριο θα χτυπήσει δυνατά τις πόρτες των νοικοκυριών που θερμαίνονται με αυτό από το φθινόπωρο. Ο δεκαπλασιασμός της τιμής του δεν αντιμετωπίζεται με τα υφιστάμενα επίπεδα επιδοτήσεων των 30 ευρώ ανά MWH και με όποια μέτρα εξοικονόμησης ληφθούν.
Επίσης, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, της μέσης τάσης, καλύπτονται μόνο σε ποσοστό 50%-55% για την αύξηση της τιμής του ρεύματος και συνεπώς αντιμετωπίζουν σχεδόν τριπλασιασμό της επιβάρυνσης από την κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος τους και την ανταγωνιστικότητά τους. Ο προϋπολογισμός θα κληθεί να καλύψει ένα σημαντικά αυξημένο κόστος για δημόσια κτίρια, σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ. που θερμαίνονται με φυσικό αέριο.
Εκεί, όμως, που το «τρενάκι του τρόμου» της οικονομικής πολιτικής είναι έτοιμο να εκτροχιαστεί είναι στις προβλέψεις για το 2023. Η κυβέρνηση έχει καταθέσει τον περασμένο Απρίλιο στην Ε.Ε. ένα Πρόγραμμα Σταθερότητας, που προβλέπει για το 2023 επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα, 1% του ΑΕΠ. Είναι ένας στόχος κρίσιμος για να εξασφαλίσει η Ελλάδα το εισιτήριο για την επενδυτική βαθμίδα των ομολόγων της.
Η κρίσιμη λεπτομέρεια εδώ είναι ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας δεν προβλέπει καμία δαπάνη για επιδότηση λογαριασμών ρεύματος. Και δεδομένου ότι κανείς δεν πιστεύει πως οι τιμές του φυσικού αερίου θα προσγειωθούν απότομα από 1ης.1.2023 ώστε να μη χρειάζονται άλλες επιδοτήσεις τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, είναι μάλλον βέβαιον ότι αυτό το πρόγραμμα θα χρειαστεί αναθεώρηση.
Το ενεργειακό ζήτημα αποτελεί φλέγον ζήτημα για την ευρωπαϊκή αγορά, με τις κυβερνήσεις να αναζητούν εναγωνίως μέτρα για να αντεπεξέλθουν αλλά και τρόπους για να διασφαλίσουν την ενεργειακή επάρκειά τους.
Χθες ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε ότι η κυβέρνηση της χώρας του πρέπει να αντιμετωπίσει την εκτίναξη των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας «με τον πιο επείγοντα τρόπο», σημειώνοντας ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να αναθεωρηθεί έτσι ώστε οι τιμές να μην είναι πλέον συνδεδεμένες με το ολοένα και ακριβότερο φυσικό αέριο.
Στο μεταξύ, η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ χαρακτήρισε «παραφροσύνη» ενδεχόμενη απομάκρυνση από την προγραμματισμένη εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας και τάσσεται κατά της πιθανής παράτασης λειτουργίας των τριών πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας, οι οποίοι έχει προγραμματιστεί να κλείσουν οριστικά στο τέλος του έτους.