Μπορεί επισήμως να μην έχει ακουστεί λέξη, αλλά στην αγορά οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν για τη Wind και κυρίως για το μέλλον της. Οι πληροφορίες που μεταφέρονται από τις συζητήσεις αυτές δεν μπορούν, φυσικά, να επιβεβαιωθούν, αλλά μιλούν για μια ακόμη φορά για επικείμενη ιδιοκτησιακή αλλαγή. Και μια σειρά εξελίξεων και ενδείξεων δείχνει ότι το «γαλάζιο» μαγαζί των τηλεπικοινωνιών ενδέχεται όντως να κινείται στην κατεύθυνση αυτή. Κι ίσως πλέον το ερώτημα είναι, μετά τους Ιταλούς της STET, τον Σαουίρις και σήμερα τα αμερικανικά funds, ποιος θα είναι ο ιδιοκτήτης. Εάν, βέβαια, υπάρξει.
Στον χώρο των telecoms η συζήτηση για το θέμα αυτό κρατάει εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο. Και στο διάστημα αυτό οι ενδείξεις δείχνουν να «συμφωνούν».
Η εταιρεία, που το 2014 κινήθηκε δυναμικά για να αποκτήσει τη Forthnet, αλλά δεν τα κατάφερε (πληρώνοντας, μάλιστα, ένα σημαντικό τίμημα, το οποίο εξανεμίστηκε μετά την αύξηση κεφαλαίου της τελευταίας), σήμερα έχει χάσει το επιθετικό της σφρίγος. Τουλάχιστον σε επίπεδο μεγάλων επιχειρηματικών κινήσεων.
Από τις εξελίξεις υποχρεώθηκε να συμμαχήσει με τη Vodafone, προκειμένου να διεκδικήσουν από κοινού τη Forthnet, αλλά ούτε αυτός ο σχεδιασμός προχώρησε. Σήμερα οι τράπεζες μιλούν πλέον με άλλους διεκδικητές.
Στο μεταξύ όμως η Wind στερήθηκε του τηλεοπτικού προγράμματος που επιθυμούσε να «αποσπάσει» από τη Nova προκειμένου να γίνει πλήρης παίκτης υπηρεσιών quad play (κινητή, σταθερή, ίντερνετ και τηλεόραση), ενώ ο συνεταίρος της στη διεκδίκηση απλώς «δανείστηκε» το τηλεοπτικό περιεχόμενο από τη μητρική Vodafone και προχώρησε γρήγορα στην τηλεοπτική του πλατφόρμα.
Η Wind αναγκάστηκε από την πλευρά της να σχεδιάσει εκ του μηδενός τη δική της πλατφόρμα, τη Wind Vision, στηριζόμενη σε προγράμματα του Netflix και αθλητικό περιεχόμενο που «ενοικιάζει» από τη Forthnet.
Η ίδια η εταιρεία κάνει λόγο για «ανοδική πορεία», με το οκτάμηνο του 2018 (πρώτη περίοδος του Vision στην αγορά) να γράφει 32.600 συνδρομητές και 42.000 πελάτες το α΄ εξάμηνο του 2019. Η ίδια καταγράφει το αποτέλεσμα ως «διείσδυση 6,8% επί της συνολικής βάσης σταθερής τηλεφωνίας», αφήνοντας στην αγορά την ερμηνεία του ποσοστού…
Απώλειες και επενδύσεις
Το διάστημα αυτό η Wind είδε τον βασικό της ανταγωνιστή, τη Vodafone, να εξαγοράζει τη Hellas On Line, αλλά και τη Cyta Hellas (μετά την πτώχευση της τελευταίας στην Κύπρο), αποσπώντας πελατειακή βάση εκατοντάδων χιλιάδων συνδρομητών, ιδιαίτερα στη σταθερή τηλεφωνία, που με τις σημερινές συνθήκες στην αγορά είναι βάση τόσο για υπηρεσίες ίντερνετ όσο και για νέους πελάτες τηλεοπτικού περιεχομένου.
Βεβαίως, η εταιρεία συνεχίζει το επενδυτικό της πλάνο των 400 εκατ. ευρώ για την πενταετία (με 90 εκατ. εξ αυτών να «πέφτουν» φέτος) με κύριο στόχο την ανάπτυξη των δικτύων οπτικών ινών, αλλά και για την ίδια αυτό δεν συνιστά καινοτομία, μια και αντίστοιχα πλανά δρομολογούν και οι ανταγωνιστές της.
Όπως συχνά αναφέρεται στις συζητήσεις των τηλεπικοινωνιακών στελεχών, η εταιρεία εμφανίζει γενικότερα μια εικόνα «νοικοκυρέματος», επιδιώκοντας να αποφύγει οτιδήποτε το «περιττό» και να παρουσιάσει καλές λογιστικές καταστάσεις.
Διόλου τυχαίο ότι τα αποτελέσματα τόσο του 2018 όσο και του α΄ τριμήνου του 2019 αναφέρονται εμφαντικά στην αύξηση εσόδων και EBITDA, αφήνοντας άλλα κρίσιμα στοιχεία στα… ψιλά γράμματα των συνοδευτικών ανακοινώσεων.
Έτσι, το 2018 έκλεισε για τη Wind με συνολικά έσοδα 509,4 εκατ. ευρώ και EBITDA 119,6 εκατ. ευρώ, αυξημένα σε ετήσια βάση κατά 3,1% και 15,7% αντίστοιχα, με την εταιρική ανακοίνωση να επιμένει στα σημεία αυτά.
Μια αντίστοιχη λογική συνόδευσε και την ανακοίνωση για το α΄ τρίμηνο του 2019, στην οποία τα στοιχεία που επισημάνθηκαν, μια και δεν πρόκειται για εισηγμένη, εστίασαν στα έσοδα κινητής τηλεφωνίας (σημείωσαν ετήσια αύξηση 5,4%, στα 73,8 εκατ. ευρώ) και τα έσοδα σταθερής τηλεφωνίας, που κατέγραψαν ετήσια αύξηση 3,1% στο τρίμηνο και διαμορφώθηκαν στα 41,5 εκατ. ευρώ. Βεβαίως, οι γνώστες των λογιστικών μπορούν να αντιληφθούν την απόπειρα… εξωραϊσμού.
Τα αποτελέσματα του 2018 αναφέρθηκαν και στην αποπληρωμή (τον περασμένο Νοέμβριο) μέρους του ογκώδους ομολογιακού δανείου των 345 εκατ. ευρώ που είχε συνάψει η εταιρεία τα προηγούμενα χρόνια.
Η αποπληρωμή των 70 εκατ. ευρώ από τη μητρική της Wind, Crystal Almond, δείχνει την προσπάθεια της εταιρείας να «ελαφρύνει» το κόστος του δανεισμού της.
Κάτι εύλογο, αφού το επιτόκιο του δανείου αυτού ήταν κοντά στο 10%. Φυσικά, όταν η εταιρεία είχε συνάψει το δάνειο αυτό (όπως και άλλα παλαιότερα) λίγοι είχαν αναφερθεί στο επιτόκιο, μιλώντας απλώς για… επιτυχημένη έξοδο στις αγορές. Βέβαια, και από αυτό το δάνειο (λήξης 2021) υπολείπονται ακόμη 275 εκατ. κεφαλαίου.
Εθελούσια έξοδος
Μαζί με την ελάφρυνση του κόστους δανεισμού η Wind κινήθηκε να «ελαφρυνθεί» και από εργαζόμενους, υλοποιώντας μια εθελούσια έξοδο «μικρής κλίμακας», όπως τη χαρακτήρισε η ίδια.
Από την εταιρεία αποχώρησαν περίπου 150 άτομα υπό το πρόσχημα των κτιριακών ανακατατάξεων τόσο στο Μαρούσι όσο και στη Λεωφόρο Αθηνών.
Οι εργαζόμενοι αποζημιώθηκαν πλουσιοπάροχα κατά την εταιρεία (20 μισθοί, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κ.λπ.), οι γνωρίζοντες όμως τα «εταιρικά» διαβεβαιώνουν ότι όταν μια εταιρεία «ετοιμάζεται», συνήθως κινείται να αποδεσμευτεί από τις υποχρεώσεις σε εργαζόμενους ώστε να μην θεωρηθεί ότι έχει υπερβάλλον προσωπικό…
Μαζί με το προσωπικό μαζεύτηκαν, βέβαια, και τα γραφεία της Wind. Από το δίδυμο κτιριακό συγκρότημα στο Μαρούσι, οι κεντρικές υπηρεσίες στεγάζονται πλέον μόνο στο ένα, ενώ υπό μεταφορά σε άλλη τοποθεσία βρίσκονται και οι τεχνικές υπηρεσίες.
Ίσως όμως η πιο ισχυρή ένδειξη ήταν η αποχώρηση του γενικού διευθυντή Στρατηγικής της εταιρείας, Αντώνη Τζωρτζακάκη. Η κίνηση προκάλεσε έντονες συζητήσεις στην «πιάτσα» των τηλεπικοινωνιών, καθώς επρόκειτο για ένα από τα πιο δραστήρια και σημαντικά στελέχη για την εταιρεία.
Να πρόκειται απλώς για ενδείξεις;
[signoff]